- Μαιῆτις
- Μαιῆτιςfem nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαιῆτιν — Μαιῆτις fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιήτιδος — Μαιῆτις fem gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Азов — город в устье реки Дон на месте древнего Танаиса (засвидетельствовано в XVII в. в Азовск. Вз. ). Из крымск. тат. Azaw Азов , тур. Azak, откуда рум. Azac, сербохорв. А̀зак от вост. тюрк. azak низкий, низкое место ; см. Радлов 1, 559, 563; Тиктин 1 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Μαιώτης — Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α) 1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου Πόντου 2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου … Dictionary of Greek
Μαιώτις — Ονομασία κατά την αρχαιότητα της Αζοφικής θάλασσας. Ονομάστηκε έτσι από τους Μαιώτες, που κατοικούσαν γύρω από αυτήν. Οι αρχαίοι, έως την εποχή των εκστρατειών του Μεγάλου Αλέξανδρου, τη θεωρούσαν μέρος του Βόρειου Ωκεανού. * * * Μαιῶτις, ιων. τ … Dictionary of Greek